Ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ

Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο,1Ἰω. 4,7-34. δίδονται ἀπαντήσεις σὲ φλέγοντα θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τόσο ποιμαντικῆς φύσεως ὅσο καὶ ὑψηλὰ θεολογικῆς. Ὁ Χριστὸς στὴ στιχομυθία Του μὲ μιὰ γυναίκα αἰρετικὴ καὶ διαβεβλημένη ἔδωσε ὑπόδειγμα γιὰ τὴν καρποφόρο διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου Του καὶ ἀποκάλυψε ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὴν πτώση, ὑψώθηκαν κάθε εἴδους φραγμοί, ἐθνικοί, κοινωνικοί, φυλετικοί. Ὁ Κύριος ἦλθε γιὰ νὰ θεραπεύσει κάθε διάσπαση, νὰ ἐγκαινίσει τὴν «καινὴν κτίσιν», «ὅπου οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος καὶ Ἕλλην, δοῦλος καὶ ἐλεύθερος, ἄρσεν καὶ θῆλυ»,2Γαλ. 3,28. ἀλλὰ «πάντες ἕν ἐσμεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»3Κολ. 3,11.. Οἱ Ἰουδαῖοι βδελύσσονταν τοὺς Σαμαρεῖτες ὡς μιαροὺς καὶ εἰδωλολάτρες, καὶ ἀπέφευγαν ὁποιαδήποτε ἐπαφὴ μαζί τους. Οἱ Σαμαρεῖτες πάλι ἔτρεφαν πίκρα μέσα τους γι’ αὐτὴν τὴν ἀπόρριψη. Ἐπίσης, στὴ συνείδηση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης θεωρεῖτο ὑποτιμητικὴ ἡ δημόσια συνομιλία μὲ γυναίκα. Ἦταν μεγάλη ἔκπληξη ἑπομένως, ὅταν ὁ Κύριος ἀπηύθυνε λόγο σὲ μιὰ Σαμαρείτιδα γυναίκα, λέγοντας: «Δός μοι πιεῖν». Βεβαίως, ὁ Κύριος διψοῦσε καὶ πεινοῦσε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Προσποιήθηκε ὅτι εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάτι ποὺ ἡ γυναίκα αὐτὴ μποροῦσε νὰ Τοῦ προσφέρει. Ταπεινώθηκε ἐνώπιόν της, ἀντιστρέφοντας τοὺς ὅρους. Ὁ Μέγας Εὐεργέτης ἔθεσε τὴ Σαμαρείτιδα στὴ θέση τοῦ εὐεργέτη καὶ τὸν Ἑαυτό Του στὴ θέση τοῦ ὀφειλέτη, γιὰ νὰ τὴν φιλοτιμήσει, νὰ ἀνοίξει τὴν καρδιά της σὲ Αὐτόν, νὰ γίνει δεκτικὴ τῆς χάριτός Του καὶ τῆς ὑψηλῆς διδασκαλίας Του.

Ὁ Κύριος γνώριζε τὴ βιοτή, ἀλλὰ καὶ τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας αὐτῆς. Δὲν τὴν ἔβλεπε ὅπως ἦταν στὴν παροῦσα ἁμαρτωλή της κατάσταση, ἀλλὰ διέβλεπε ἐκεῖνο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει μὲ τὴ χάρη Του. Δὲν τὴν ἀντίκριζε ὡς μιὰ Σαμαρείτιδα μὲ ἀτασθαλῆ βίο, ἀλλὰ ὡς τὴν ἁγία μάρτυρα καὶ ἰσαπόστολο Φωτεινή. Ὁ Χριστὸς γνώριζε ὅτι μόνον ἡ χαρισματικὴ ἕλξη τῆς εἰς τέλος ἀγάπης Του, δηλαδὴ ἡ ἄκρα κένωσή Του, μποροῦσε νὰ ἀναγάγει ἀπὸ τὰ χάσματα τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀπωλείας τὸν ἄνθρωπο ποὺ «οὕτως ἠγάπησε». Ὁ ἅγ. Σωφρόνιος ἀνέφερε κάποτε στοὺς μοναχούς του, ὅτι εἶχε βάλει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ ὅλους ὅσοι προσῆλθαν σὲ αὐτὸν ἐκζητώντας τὴ βοήθειά του. Πράγματι, ὅπως τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου καὶ ἡ πείρα στὸ διάβα τῶν αἰώνων ἔχει ἀποδείξει, εἶναι ἀδύνατον νὰ βοηθήσει κάποιος τὸν συνάνθρωπό του καὶ νὰ τοῦ μεταδώσει χάρισμα πνευματικό, ἂν δὲν ταπεινωθεῖ ἐνώπιόν του. Ἰδιαιτέρως ἰσχύει αὐτὸ στὴν ἱερὴ σχέση Πνευματικοῦ καὶ ὑποτακτικοῦ. Ὁ Πνευματικὸς βιώνει ἄκρα κένωση στὸ ἔργο του. Κατέρχεται στὸν «ἅδη τῆς ἀγάπης», κράζοντας πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ ἐκείνους ποὺ Αὐτὸς τοῦ ἐμπιστεύθηκε τοὺς φοβεροὺς λόγους: «Καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου Σου ἧς ἔγραψας»4Ἔξ. 32,32.. Ἐπίσης, ὅμως, καταπονεῖται, διότι τὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας τὸν θέτει πάνω ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ διδάσκει. Γι’ αὐτό, προκειμένου νὰ φυλάξει τὴν ταπείνωση, δὲν παύει νὰ μέμφεται τὸν ἑαυτό του, καὶ νὰ κατέρχεται ἑκουσίως στὸν «ἅδη τῆς μετανοίας».

Ἡ ταπεινὴ κίνηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἔκπληξη τῆς Σαμαρείτιδας σηματοδότησαν τὴν ἀρχὴ ἑνὸς διαλόγου, ποὺ συνιστᾶ κλιμάκωση ἀποκαλύψεων. Ὁ Κύριος ἄρχισε μὲ μεγάλη λεπτότητα νὰ φανερώνει τὸ Πρόσωπό Του. Ὅταν ἡ γυναίκα σαστισμένη Τὸν ρώτησε, πῶς ἦταν δυνατὸν Αὐτός, ἕνας Ἰουδαῖος, νὰ τῆς ἀπευθύνει λόγο, ὁ Κύριος τῆς μίλησε γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ στὴν ψυχή, ὁ ἄνθρωπος συχνὰ αἰσθάνεται πρωτόγνωρες ἀλλοιώσεις καὶ λακτίσματα καινῆς ζωῆς στὰ μύχια τοῦ εἶναι του. Συνήθως, ὅμως, ὁ νοῦς του δὲν εἶναι ἀκόμη σὲ θέση νὰ κατανοήσει τί συμβαίνει. Δὲν συνειδητοποιεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ χάρισμα συνιστᾶ κλήση γιὰ ριζικὴ ἀλλαγὴ τοῦ φρονήματος καὶ ὅλης τῆς ζωῆς του. Σταδιακὰ μόνον ὁ νοῦς συμμορφώνεται στὴν αἴσθηση τῆς καρδιᾶς. Στὴν ἐπαφὴ μὲ τὸν Κύριο ὁ ἐγγενὴς πόθος γιὰ ἀφθαρσία ἀφυπνίσθηκε στὴ Σαμαρείτιδα. Ὁ λόγος Του ἦταν «ζῶν καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον»5Ἑβρ. 4,12. καὶ ἤδη ἐνεργοῦσε τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς της.

Ὁ Χριστὸς ἐξέγειρε τὸ πνεῦμα τῆς Σαμαρείτιδας πρὸς διόρθωση, ἀσκώντας προφητικὸ ἐλεγμό. Χωρὶς νὰ τὴν κρίνει, τὴν ἔλεγξε μὲ πρωτοφανῆ εὐγένεια καὶ μεγάλη λεπτότητα, φανερώνοντας ὅτι, τὸ γνήσιο διορατικὸ χάρισμα δὲν συνίσταται στὴ γνώση τῶν μυστικῶν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλὰ στὴ διάκριση, ποὺ σοφίζει νὰ χρησιμοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ γνώση ὄχι γιὰ νὰ συντρίψει καὶ νὰ ἐξουσιάσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀνορθώσει καὶ νὰ διακονήσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀδελφοῦ. Ὅταν ἡ Σαμαρείτιδα ἐξεζήτησε τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε νὰ καλέσει τὸν ἄνδρα της. Ἡ Σαμαρείτιδα αἰσθάνθηκε αἰσχύνη καὶ ἐπιχείρησε νὰ ἀποκρύψει τὴν ἀλήθεια, λέγοντας ὅτι δὲν ἔχει ἄνδρα. Ὁ Χριστὸς καὶ πάλι δὲν τὴν ἐξουθένωσε ὡς διαβεβλημένη καὶ ἀναληθῆ. Ἀντιθέτως, βρῆκε στὸ ψέμα της ψήγματα ἀλήθειας, στὰ ὁποῖα στηρίχθηκε γιὰ νὰ ἐνεργήσει τὴν ἀναγέννησή της. Τὴν ἐπήνεσε, λέγοντας: «καλῶς εἶπας». Στὴ συνέχεια ἐξέθεσε τὴν πραγματικότητα τῆς ἁμαρτωλῆς βιοτῆς της καὶ κατέληξε ἐπαναλαμβάνοντας τὸν ἔπαινο, «τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας».

Οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου τούτου μποροῦν νὰ ὑποδείξουν στὸν ἄνθρωπο τὰ λάθη καὶ τὶς ἀστοχίες στὴ ζωή του. Ὡστόσο, συνειδητοποιώντας ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ ζωή του εἶναι ἁλυσίδα ἀποτυχιῶν, χωρὶς τὴν προοπτικὴ τῆς μετανοίας, εὔκολα περιπίπτει σὲ ζοφερὴ ἀπόγνωση. Ἀντιθέτως, ὅταν ὁ Θεὸς ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου νὰ διακρίνει τὴν ἁμαρτωλότητά του, τοῦ παρέχει παράλληλα καὶ δύναμη, ὥστε νὰ μὴν ἀποκάμει στὸ οἰκτρὸ καὶ ἐλεεινὸ θέαμα τοῦ πεπτωκότος ἑαυτοῦ του. Τὸν ἐπισκιάζει μὲ χάρη, ποὺ τὸν ἐνισχύει καὶ τοῦ δίδει τὸν καθορισμὸ νὰ ἀναλάβει τὸ κοπιῶδες, πλὴν ὅμως ὀλβοφόρο ἔργο τῆς μετανοίας. Ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε τὸ Πρόσωπό Του στὴ γυναίκα αὐτὴ κλιμακωτά. Ταυτόχρονα, μὲ κάθε ρῆμα Του ἄνοιγε ὁλοένα καὶ περισσότερο τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της στὴν ἀλήθειά Του. Ἡ Σαμαρείτιδα εἶχε ἀπευθυνθεῖ ἀρχικὰ στὸν Χριστὸ ὡς σὲ κάποιον Ἰουδαῖο, μετὰ τὸν ἀποκάλεσε «Κύριο» καὶ στὸ τέλος, ὅταν ἡ ψυχὴ της εἶχε ἤδη μεταποιηθεῖ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ λόγου Του, ὁ Κύριος τῆς ἀποκαλύφθηκε πλέον ὡς ὁ Μεσσίας Χριστός. Ὁ Χριστὸς κάνει λόγο γιὰ τὴ λατρεία «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀλήθεια ποὺ χαρακτηρίζει τὸν μετανοοῦντα ἄνθρωπο. Μόνον ὅταν ὁμολογεῖ τὴν ἁμαρτωλότητά του, ὁ ψεύστης ἄνθρωπος ἀληθεύει καὶ ἑλκύει τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας νὰ ἔλθει καὶ νὰ «συναντιληφθῇ ταῖς ἀσθενείαις αὐτοῦ»6Ρωμ. 8,26.. Ἂν ὁ ἄνθρωπος παραδίδεται στὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ προσωπικὸ ἐπίπεδο, φθάνει νὰ μετανοήσει καὶ γιὰ ὅλον τὸν Ἀδάμ.

Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου, τρία στοιχεῖα χαρακτηρίζουν τὴ λατρεία τοῦ ἀνθρώπου «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»: Πρῶτον, ὁ καρδιακὸς πόνος ποὺ μετασχηματίζεται σὲ ἐνέργεια προσευχῆς· δεύτερον, ἡ αὐτομεμψία καὶ τὸ νὰ θεωρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του χειρότερο ἀπὸ ὅλους· καὶ τρίτον ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ποὺ φυλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπαρέγκλιτα στὴ θεία Παρουσία. Ὁ Θεὸς κάμπτεται, ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀθλητὴς μετανοεῖ καὶ πορεύεται τὴν ὁδὸ τῆς χριστοειδοῦς καταβάσεως. Ἀποστέλλει τὸ Πνεῦμα Του τὸ Ἅγιο νὰ παραμυθήσει τὴν ἀλγοῦσα καρδιὰ καὶ νὰ χαράξει στὰ βάθη της τὴ μορφὴ τοῦ Παντοκράτορος Ἰησοῦ. Τότε ὁ πιστὸς ἀρκεῖ νὰ κοιτάξει στὰ μύχιά του, καὶ ἀντικρίζοντας ἐκεῖ τὸ κάλλος τοῦ πράου καὶ ταπεινοῦ Χριστοῦ, διδάσκεται ἀπὸ Αὐτὸν πῶς νὰ λατρεύει τὸν Οὐράνιο Πατέρα «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».

Ὅταν ἔγινα ἱερέας, ὁ Γ. Σωφρόνιος μοῦ εἶπε νὰ μὴν βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ὅπως εἶναι, ἀλλὰ ὅπως μποροῦν νὰ γίνουν μέ τη χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι μοῦ μετέδωσε μιὰ μεγάλη ἀλήθεια ποὺ μὲ βοήθησε νὰ κατανοήσω τὴ σημερινὴ περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀκριβῶς αὐτὴ τὴ στάση εἶχε ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ Τὸν πλησίαζαν· δὲν στάθηκε στὴν ἀδυναμία ἢ στὴ δειλία τους, ἀλλὰ τοὺς μίλησε γιὰ τὸ τέλειο, καὶ αὐτοὶ ἀκολούθησαν τὸ τέλειο αὐτό. Ὁ Κύριος τοὺς τίμησε καὶ αὐτοὶ ἀναγενήθηκαν. Ἡ Σαμαρείτιδα, γνώρισε τὴν ἐσχάτη ἀλήθεια: «Χριστὸν ἐληλυθότα ἐν σαρκί»7Α’ Ἰω. 4,2. γιὰ νὰ ἐνδύσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ θεϊκή Του χάρη. Ὁ Κύριος δὲν ἐπετίμησε ὡς δειλὸ τὸν Νικόδημο ποὺ ἦλθε νὰ Τὸν δεῖ διὰ νυκτὸς ἀπὸ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ τοῦ ἀνέπτυξε μιὰ ἀπὸ τίς πιὸ ὑψηλὲς διδασκαλίες τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὸν κατέστησε ἀληθινὸ διδάσκαλο τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ Κύριος δέχθηκε μὲ τιμὴ τὸν Ναθαναὴλ ποὺ Τὸν προσέγγισε μὲ κάποια αὐθάδεια, σκεφτόμενος: «ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τί ἀγαθὸν εἶναι;»8Ἰω. 1,46.. Τοῦ μίλησε γιὰ τὰ πιὸ ὑψηλὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ τοῦ γνώρισε τὴν ἕνωση ποὺ θὰ γίνει στὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ὁ Ἴδιος ἡ κλῖμαξ μεταξὺ γῆς καὶ Ουρανοῦ.

Ὁ Κύριος λέει στοὺς μαθητές Του: «εἰς ἐστιν ὁ διδάσκαλος ἡμῶν, ὁ Χριστός»9Ματθ. 23,8.. Καὶ ὄντως, δὲν ἔχουμε ἄλλο πιὸ τέλειο διδάσκαλο γιὰ νὰ μᾶς μυήσει στὸ μυστήριο τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ μόνον τὸν Χριστό. Ἀπὸ Αὐτὸν μαθαίνουμε τὴ στάση τὴν ὁποία ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις μας· ὅτι δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ἐκεῖνο τὸν θησαυρὸ ποὺ φέρει μέσα του ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ στέκεται μπροστά μας. Αὐτὸς ὁ θησαυρός, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι θαμμένος στὰ βάθη τοῦ εἶναι μας, λέγεται εἰκόνα καὶ ὁμοίωσις τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι ἡ μεγάλη ἀξία καὶ χάρη ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο ὅταν τὸν ἔπλασε κατ’ ἀρχάς. Πάντοτε, λοιπόν, νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ στέκεται μπροστά μας εἶναι δύναμει ἰσόθεος κατὰ χάρη. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ἐγὼ τὴν ἔβλεπα ἀφομοιωμένη ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ ἁπλοὺς χωρικοὺς στὸν τόπο ποὺ ζοῦσα στὴν Κύπρο· προσπαθοῦσαν νὰ διεγείρουν σὲ μᾶς τοὺς μικρότερους μιὰ ἐκτίμηση, καὶ μιὰ συμπάθεια γιὰ κάθε ἄνθρωπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐρχόμασταν σὲ ἐπαφή, προπαντὸς γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς ἀδυνάτους, διότι καὶ αὐτοὶ ἔχουν ψυχὴ ἀπὸ τὸν Θεό.

Ερώτηση: Ὁ ἅγ. Σωφρόνιος μιλάει γιὰ τὰ τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς μὲ ἕνα τρόπο ποὺ εἶναι πιὸ ἑλκυστικὸς γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Πῶς συσχετίζεται αὐτὸ μὲ τὴ διδασκαλία τῶν νηπτικῶν Πατέρων γιὰ τὴν κάθαρση, τὸν φωτισμό, καὶ τὴ θέωση;

Απάντηση: Ὁ Γέροντας ἀκολουθεῖ τὸ σχέδιο ποὺ εἰκονίζεται στὴν ζωὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως λέει ὁ ἀπ. Παῦλος: «ταῦτα δὲ πάντα τύποι συνέβαινον ἐκείνοις, ἐγράφη δὲ πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν»10Α’ Κορ. 10,11.. Μετὰ ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, ὅταν ἦταν μεθυσμένοι ἀπὸ τὴν παρηγοριὰ καί τη χάρη τοῦ Θεοῦ, βλέπουμε τὰ σαράντα χρόνια τῆς ταλαιπωρίας αὐτοῦ τοῦ λαοῦ μέσα στὴν ἔρημο καὶ τελικὰ μπαίνουν στὴ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Προπαντῶς, ὅμως, νομίζω ὅτι ὁ Γέροντας ἀκολουθοῦσε τὴν δική του πείρα, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔζησε τὴν σχέση του μὲ τὸν Θεό. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα «κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις», ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ καὶ καθαίρεται ἀπὸ τίς ἁμαρτίες, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὑπάρχει τὸ στοιχεῖο τῆς θεώσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ. Τὸ νὰ αἰσθανθεῖ ὅτι εἶναι πτωχὸς καὶ πένης καὶ ὅτι χρειάζεται τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἤδη φωτισμός. Οἱ Πατέρες μας λένε, ὅτι τὸ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ δεῖ τὴν πραγματική του κατάσταση, τὴν ἀμαρτωλότητα του καὶ νὰ μετανοήσει ἀπὸ καρδίας στὸν Θεό, εἶναι πιὸ φοβερὸ καὶ πιὸ ἀλυσιτελὲς καὶ ἀπὸ τὴν θεωρία ἀγγέλων.Ἑπομένως, σὲ κάθε στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς βλέπουμε τὸ σχῆμα αὐτό, διότι στὴν οὐσία καὶ στὰ τρία στάδια ἐπιτελεῖται τὸ ἴδιο μυστήριο. Στὴν ἀρχὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει σταθερότητα, πηγαίνει πάνω κάτω. Στὸ δεύτερο στάδιο, ἀρχίζει νὰ ζεῖ τὴν ἐσωτερικὴ ζωή, νὰ καθαίρει τὴν καρδιά του καὶ νὰ γεμίζει μὲ τὰ ἴχνη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μέχρι νὰ φθάσει σὲ μιὰ πληρότητα. Τότε ἡ καρδιά του ἀνοίγει τελείως στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκτᾶ τὸν πλατυσμὸ ποὺ τὸν καθιστᾶ τελεία ὑπόσταση. Εἶναι ἡ ἴδια ζωὴ σὲ διαφορετικοὺς βαθμοὺς ἐντάσεως καὶ ποιότητας.

Ἔτσι νομίζω, μὲ τὴν φτωχή μου πείρα· δὲν εἶμαι σπουδαῖος καὶ δὲν γνωρίζω τὰ μυστήρια αὐτά, ἀλλὰ λίγα ἔμαθα προπαντὸς ζῶντας δίπλα στὸν Γέροντα∙ ἀκούγοντας τὸν λόγο του καὶ βλέποντάς τον, κάθε ἐπαφὴ μαζί του ἦταν ἄνοιγμα νέων ὁριζόντων τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Δίπλα του ἀρχίζαμε νὰ ἀποκτοῦμε μιὰ διαίσθηση γιὰ ἕνα μυστήριο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ μόνο ἀπὸ τοὺς λόγους του, ἀπὸ τὴν προσευχή του καὶ γενικὰ μὲ τὴν παρουσία του στὴ ζωή μας. Ὁ Γέροντας προσπαθοῦσε πάντοτε νὰ μᾶς κρατάει μπροστὰ στὸ παράδοξο καὶ τὴν ἔκπληξη τῆς παρουσίας καὶ τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλὲς φορὲς ἀκόμη καὶ μὲ ἕνα ἐλαφρὸ ἀστεῖο, μποροῦσε νὰ μεταδώσει χάρη σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἄκουγαν. Ἐπληροφορούνταν μὲ χάρη στὴν καρδιά τους καὶ ἄλλαζε ριζικὰ ἡ ζωή τους μὲ ἕνα ἀστεῖο του, διότι ὅ,τι λόγο καὶ νὰ ἔλεγε ἔβγαινε ἀπὸ μιὰ καρδιὰ ποὺ ἦταν καμίνι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.


Footnotes

  • 1
    Ἰω. 4,7-34.
  • 2
    Γαλ. 3,28.
  • 3
    Κολ. 3,11.
  • 4
    Ἔξ. 32,32.
  • 5
    Ἑβρ. 4,12.
  • 6
    Ρωμ. 8,26.
  • 7
    Α’ Ἰω. 4,2.
  • 8
    Ἰω. 1,46.
  • 9
    Ματθ. 23,8.
  • 10
    Α’ Κορ. 10,11.

Related Articles